- πλινθοποιώ
- -έω,ΝΜΑ [πλινθοποιός]κατασκευάζω πλίνθους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… … Dictionary of Greek
πλινθοποίηση — η, Ν τεχνολ. η διαμόρφωση μεταλλουργικών προϊόντων σε ορθογώνια κομμάτια, σε πλίνθους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλινθοποιώ. Η λ., στον λόγιο τ. πλινθοποίησις, μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
πλινθουλκώ — έω, Α [πλινθουλκός] πλάθω και κόβω πλίνθους, πλινθοποιώ … Dictionary of Greek
πλινθουργώ — έω, Α [πλινθουργός] κατασκευάζω πλίνθους, πλινθοποιώ … Dictionary of Greek